- σμπαράλια
- τα, Ν1. τρίμματα, θρύψαλα («έπεσε κάτω το ποτήρι και έγινε σμπαράλια»)2. φρ. «γίνομαι σμπαράλια» — διαλύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaraglio «σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμπαράλια — τα (λ. ιταλ.), θρύψαλα, κομμάτια: Τα έκανε όλα σμπαράλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμπαραλιάζω — Ν 1. μεταβάλλω σε σμπαράλια, σε συντρίμμια, καταθρυμματίζω 2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι σμπαράλια, διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaragliare (βλ. και σμπαράλια)] … Dictionary of Greek